- ἑρμόγλυφος
- ἑρμόγλῠφ-ος, ὁ,=ἑρμογλυφεύς, ib.2, Porph. Hist.Phil.Fr.11, Iamb.VP34.245.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑρμογλύφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμογλύφος — ο (AM ἑρμογλύφος, Α και ἑρμογλυφεύς) γλύπτης, αγαλματοποιός αρχ. γλύπτης ερμών (μικρών αγαλμάτων τού θεού Ερμή). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ερμής + γλυφός (< γλύφω) πρβλ. λιθο γλύφος, ξυλο γλύφος] … Dictionary of Greek
ἑρμογλύφοις — ἑρμόγλυφος masc dat pl ἑρμογλύφος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλύφου — ἑρμόγλυφος masc gen sg ἑρμογλύφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλύφους — ἑρμόγλυφος masc acc pl ἑρμογλύφος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλύφων — ἑρμόγλυφος masc gen pl ἑρμογλύφος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλύφῳ — ἑρμόγλυφος masc dat sg ἑρμογλύφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμογλυφία — ἑρμογλυφία, ἡ (Α) [ερμογλύφος] η τέχνη τού ερμογλύφου, η γλυπτική … Dictionary of Greek